- ναρκαλιεύω
- συλλέγω νάρκες από τη θάλασσα με ναρκαλιευτικό πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + αλιεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
ναρκαλιεία — η [ναρκαλιεύω] η επιχείρηση περισυλλογής και εξουδετέρωσης ναρκών για την πλήρη εκκαθάριση θαλάσσιου ναρκοπεδίου ή για τη δημιουργία ενός διάπλου ασφαλείας προκειμένου να περάσουν μέσα από αυτόν χωρίς κίνδυνο τα πλοία … Dictionary of Greek
ναρκαλιευτικός — ή, ό [ναρκαλιεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναρκαλιεία 2. το ουδ. ως ουσ. το ναρκαλιευτικό ναυτ. κατηγορία πολεμικών ή βοηθητικών πλοίων τού στόλου ειδικά κατασκευασμένων για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ναρκαλιείας … Dictionary of Greek